ναβουχοδονοσορικός

ναβουχοδονοσορικός
-ή, -ὁ (Μ ναβουχοδονοσορικός, -ή, -όν) [Ναβουχοδονόσορ]
αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στον Ναβουχοδονόσορα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναβουχοδονοσόρειος — α, ο (Μ ναβουχοδονοσόρειος, ον) αυτός που αναφέρεται στον Ναβουχοδονόσορα, ο ναβουχοδονοσορικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ναβουχοδονόσορ + κατάλ. ειος (πρβλ. αχίλλ ειος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”